κατηφόρα

κατηφόρα
η
δρόμος με κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, κατήφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με επίδραση τού ὁδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατηφόρα — η η κατηφοριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”